- σχαλίδωμα
- σχᾰλίδωμα [ῐ], ατος, τό,A forked prop or stay, Poll.5.19,31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχαλίδωμα — ώματος, τὸ, Α διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, ίδος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] … Dictionary of Greek
σχαλιδώματα — σχαλίδωμα forked prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)